Ιστορία της καρδαμύλης

 
 
ΚΑΡΔΑΜΥΛΗ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΜΟΥΡΤΖΙΝΟΥ
 
«Το σημαντήρι βάρεσε, Μυστρά και Καλαμάτα
Του Ρήγα η γγόνα πέθανε, του βασιλιά η κόρη
Το σκέπος της Αντρούβιστας και το κλειδί της Μάνης
Του Μούρτζινου του τρομερού του Γιώργη η θυγατέρα»
 
Έτσι μοιρολόγησαν την Κατερινιώ. Την κόρη του Γιώργη Μούρτζινου και εγγονή του Διονύσιου, γιού του Παναγιώτη. Η γενιά των Μούρτζινων, των Παλαιολόγων της Καρδαμύλης, είχε σβήσει. Λίγα χρόνια μετά, τα Μουρτζινέικα θα ερήμωναν. Νέοι καιροί είχαν έρθει στην Καρδαμύλη και στην Ανδρούβιστα.
Ο δρόμος από την Καλαμάτα οδηγεί προς το νότο. Ήδη από τον Αλμυρό, λίγο έξω από την πρωτεύουσα του νομού Μεσσηνίας, βρισκόμαστε στη Μάνη. Στη μία και μοναδική Μάνη, αφού ο χωρισμός της σε Μεσσηνιακή και Λακωνική έγινε σχετικά πρόσφατα για πολιτικούς και ψηφοθηρικούς λόγους. Οι στροφές πολλές, αλλά το τοπίο μοναδικό, με τον Ταΰγετο, το αρσενικό βουνό, να φθάνει σχεδόν ως τη θάλασσα. Εκεί που αρχίζει να την αποχωρίζεται και οι στροφές να γίνονται κατηφορικές αντικρύζουμε χαμηλά την Καρδαμύλη. Καρδαμύλη αλλά και Σκαρδαμούλα. Είμαστε στην Ανδρούβιστα ή Αρδούβιστα, μία από τις πάλαι ποτέ καπετανίες της Έξω Μάνης. Ο οικισμός είναι παραλιακός, αλλά αν προσέξουμε καλύτερα πιο πίσω θα δούμε να ξεφυτρώνει μέσα από τις ελιές, ένα σμάρι πύργων. Πύργων περήφανων. Είναι το κάστρο της Παλαιάς Καρδαμύλης με το οχυρό συγκρότημα των Μούρτζινων. Το σημείο αναφοράς για όλη την Ανδρούβιστα. Όμως Καρδαμύλη δεν είναι μόνο το κάστρο. Η περιοχή είναι διάσπαρτη από μνημεία, όπως άλλωστε και ολόκληρη η Μάνη. Αλλά, μνημεία χωρίς ιστορία δεν γίνεται.
 
Η Καρδαμύλη, πόλη της αρχαίας Λακωνίας, θεωρείται ότι υφίσταται από την προϊστορική εποχή. Αναφέρεται από τον Όμηρο ως μία από τις επτά πόλεις που ο Αγαμέμνων υποσχέθηκε να παραχωρηθεί στον Αχιλλέα για να τον εξευμενίσει για την απόσπαση της Βρισηίδας, κατά την εκστρατεία στην Τροία, ώστε να πειστεί να επιστρέψει στη μάχη. Όταν ο γιός του Αχιλλέα και της Δηιδάμιας, Νεοπτόλεμος, γνωστός και ως Πύρρος (δηλ. πυρρός = κοκκινομάλης) πήγαινε να παντρευτεί την κόρη του Μενελάου, Ερμιόνη, η μυθολογία θέλει να έπιασε εδώ λιμάνι και τις Νηρηίδες, τις κόρες του Νηρέα, να βγήκαν να τον θαυμάσουν. 
Η πόλη, αρχικά, δεν αποτέλεσε μέλος του Κοινού των Λακεδαιμονίων (μετονομάστηκε σε Κοινό των Ελευθερολακώνων μετά το 22 π.Χ.) γιατί μετά τη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.) η περιοχή δεν ελέγχεται από τη Σπάρτη, αλλά από τους Μεσσήνιους, κατά τις αποφάσεις του Θηβαίου Επαμεινώνδα. Στο Κοινό η πόλη συμμετέχει από το 146 π.Χ. Όμως, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αύγουστος επειδή το Γύθειο και οι άλλες παραλιακές πόλεις είχαν αποχωρισθεί από τη Σπάρτη, παραχώρησε την Καρδαμύλη στους Σπαρτιάτες για να την χρησιμοποιήσουν ως επίνειο. Συνδεόταν με τη Σπάρτη μέσω της Βασιλικής Οδού, τμήματα της οποίας σώζονται μέχρι σήμερα.
 
Ο Παυσανίας όταν επισκέφθηκε την περιοχή, τον 2ο αιώνα μ.Χ., αναφέρει ότι βρήκε τέμενος αφιερωμένο στις Νηρηίδες, ενώ μέσα στην πόλη εντόπισε ιερό της Αθηνάς και έναν κάρνειο Απόλλωνα, καθώς συνήθιζαν οι Δωριείς. Αιώνες αργότερα ο E. S. Forster (1879 - 1950) βρήκε την Παλαιά Καρδαμύλη, δηλαδή το κάστρο, εγκαταλειμένη και τη νέα πόλη χτισμένη γύρω από το παλιό λιμάνι. Τα μόνα απομεινάρια από την αρχαιότητα που μπόρεσε να διακρίνει ήταν μία ιωνική κεφαλή έξω από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, μία επιτύμβια πλάκα κοντά στο ρέμα και μία πλάκα εντοιχισμένη σε ένα σπίτι πάνω στον κεντρικό δρόμο. Ακόμα άκουσε πως υπάρχουν θεμέλια κάτω από το έδαφος, στις εκβολές ενός ρέματος και ότι έχουν βρεθεί τερακότες που ίσως δείχνουν τη θέση όπου υπήρχε ο ιερός περίβολος των θυγατέρων του Νηρέα, κοντά στην ακτή. Πάντως ο αρχιτέκτων Γ. Σαΐτας μας πληροφορεί πως λείψανα της ακρόπολης της αρχαίας πόλης σώζονται σε παρακείμενο βραχώδες οχυρό ύψωμα. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι κοντά στην παλαιά πόλη έχει ανακαλυφθεί τάφος με δύο θαλάμους, τον οποίο και αποκαλούν «τάφο των Διόσκουρων».
 
Τα χρόνια που ακολουθούν τη Ρωμαϊκή περίοδο, γνωστά και ως «σκοτεινοί χρόνοι», οι παράλιοι οικισμοί της Μάνης εγκαταλείφθηκαν και οι κάτοικοι αναζήτησαν ασφαλή διαμονή σε ορεινά και δυσπρόσιτα μέρη. Πιθανότατα την ίδια τύχη πρέπει να είχε και η Καρδαμύλη, όπου οι κάτοικοι φαίνεται να αποσύρθηκαν στην ορεινή Ανδρούβιστα. Όμως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι το όνομα της Καρδαμύλης δεν λησμονήθηκε. Μάλιστα σε έκθεση του 1465 - 1466 του Ενετού προνοητή Barbarigo σημειώνεται για την περιοχή το όνομα Σκαρδαμούλα, κάτι που δείχνει ότι πιθανώς υπήρχε κάποιος οικισμός ή έστω μία στρατιωτική εγκατάσταση, διότι ο τύπος «Σκαρδαμούλα» επικράτησε κατά τους νεώτερους χρόνους. Αν η έκθεση αναφερόταν στη θέση της αρχαίας πόλης, το λογικότερο θα ήταν να χρησιμοποιηθεί ο τύπος «Καρδαμύλη». Με το όνομα Cardamilia σημειώνεται σε χάρτη του 1675.
 
Η παλαιότερη μνεία της Ανδρούβιστας γίνεται σε ενετικό έγγραφο του 1278, με αναφορά στον καπετάνιο της Ardouvista, Μιχαήλ Σπανό, ενώ σε αργυρόβουλο των Παλαιολόγων το 1440 την ξαναβρίσκουμε και πάλι με παράλληλη αναφορά του ονόματος Ισπανός. Η επόμενη αναφορά είναι στην περιβόητη επιστολή των Μανιατών προς τον Δούκα του Νεβέρ στις αρχές του 17ου αιώνα, όπου ανάμεσα στις υπογραφές των καπετάνιων είναι και εκείνη του Γεώργιου Σκούμπλου ως «ταβουλάριος Ανδρούβιστας με όλην μου τη χώρα...», προφανώς άρχοντας και καπετάνιος την περίοδο αυτή. Από την εποχή αυτή, δηλαδή τον 17ο αιώνα, η Ανδρούβιστα αποτελεί έδρα επισκοπής.
 
Στους νεώτερους χρόνους η ιστορία της Μάνης χαρακτηρίζεται από το αιματοσυγγενικό σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας, από την ιστορία και τη δράση των γενών και των πολεμικών συγκρούσεων αυτών είτε με τους Τούρκους, είτε μεταξύ τους. Η οργάνωση αυτή γέννησε την «ένοπλη, αγροτική μανιάτικη πατριά», η οποία φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα της στενότητας των φυσικών πόρων που δεν έπετρεψε την ανάδειξη κεντρικής εξουσίας. Μην ξεχνάμε ότι η μανιάτικη επικράτεια κατόρθωσε να παραμείνει ανεξάρτητη σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
 
Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι υπήρχε διαφορά ανάμεσα στη νότια και στη βόρεια Μάνη. Στη νότια Μάνη, με τις ακόμα λιγότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές, δεν ίσχυε ο θεσμός των καπετανιών και υπέρτατη πολιτική μονάδα ήταν το γένος. Όσο μεγαλύτερο τόσο πιο δυνατό. Η διαφορά αυτή εκφράστηκε και αρχιτεκτονικά, με τους οικογενειακούς πολεμόπυργους περιτριγυρισμένους από τα σπίτια του γένους να είναι τα σημεία αναφοράς κάθε οικογένειας στο νότο, ενώ στο βορρά επικράτησαν τα οχυρωμένα συγκροτήματα των καπετάνιων και αργότερα των Μπέηδων. Άλλωστε ο θεσμός των καπετανιών χαρακτήρισε την ιστορική πορεία της Έξω Μάνης.
 
Ο Ελ. Αλεξάκης γράφοντας για την οργάνωση της Έξω Μάνης σε κληρονομικές καπετανίες, τις πιο μεγάλες και πιο γνωστές τις ανεβάζει σε δέκα: του Καπετανάκη στην Τρικότσοβα, του Κουμουνδουράκη στο Σταυροπήγι, του Μούρτζινου στην Ανδρούβιστα, του Χρηστέα στην Πλάτσα, του Κύβελου στη Μηλιά, του Δουράκη στη Μεγάλη Καστάνια, του Βενετσανάκη στην Καστάνιτσα, του Μαυρομιχάλη στην Τσίμοβα, του Γρηγοράκη στο Μαυροβούνι, του Καβαλιεράκη στην Καρυούπολη. Παράλληλα όμως, συμπληρώνει ότι στην Καπετανία της Ανδρούβιστας υπαγόταν η καπετανία του Πατριαρχέα στη Λιασίνοβα και η καπετανία του Κιτρινιάρη στο Ξωχώρι.
 
Αντίθετα ο Κ. Σιμόπουλος γράφει για τον Κιτρινιάρη ότι ήταν καπετάνιος της χερσαίας Ανδρούβιστας, ενώ ο Μούρτζινος της παραλιακής Σκαρδαμούλας. 
Για την προέλευση των κληρονομικών καπενανιών της Έξω Μάνης υπάρχουν διάφορες απόψεις, αλλά ουσιαστικά δεν έχουμε ασφαλή εξήγηση. Ο Ελ. Αλεξάκης συνοψίζει τις απόψεις αυτές. Η παράδοση θέλει να έχουν οργανωθεί από τους Ενετούς, όταν πολεμούσαν με τους Τούρκους, με σκοπό την καλύτερη οργάνωση και άμυνα της περιοχής, ενώ άλλη απόψη θέλει να μην είναι τίποτα άλλο, παρά τα αντίστοιχα χριστιανικά τιμάρια αυτών που είχαν οι Τούρκοι σπαχήδες και ζαΐμηδες στο τουρκικό κράτος, τα οποία όμως δεν ήταν κληρονομικά. Σύμφωνα όμως με την άποψη αυτή, οι καπετανίες πρέπει να έχουν την καταγωγή τους στο βυζαντινό στρατιωτικό σύστημα των προνοιαρίων και να είναι τα μόνα βυζαντινά χριστιανικά τιμάρια που επιβίωσαν στον ελλαδικό χώρο. Σχολιάζοντας τις παραπάνω απόψεις ο Ελ. Αλεξάκης γράφει ότι το πιθανότερο ήταν ότι και οι Τούρκοι και οι Ενετοί χρησιμοποιήσαν και γενίκευσαν ένα παλαιότερο σύστημα στρατιωτικής οργάνωσης που προέρχεται από το Βυζάντιο. Οι εξουσίες του καπετάνιου στην Έξω Μάνη θεωρητικά ήταν απεριόριστες. Είχε τον έλεγχο της γης όλων των μελών της καπετανίας και δικός του ήταν ο πρώτος λόγος για την πώληση αυτής. Επίσης, είχε προνομιακή εκμετάλλευση εκτάσεων, μονοπωλιακή εμπορία προϊόντων, και είχε τη δυνατότητα είσπραξης δασμών και φόρων. Ακόμα και για τους γάμους είχε λόγο, αφού κανονικά γάμος έξω από την καπετανία δεν επιτρεπόταν. Είχε όμως και υποχρεώσεις. Ήταν υπεύθυνος για την οργάνωση της άμυνας στην περιοχή της καπετανίας του, εκτελούσε δικαστικά καθήκοντα, επιβάλλοντας ποινές, όπως φυλάκιση άλλα και θανατική ποινή. Από την άλλη όμως ήταν υποχρεωμένος να ενισχύσει τους υπηκόους του. Ήταν γνωστό ότι στο κάστρο των Τρουπάκηδων καθημερινά έτρωγαν μεσημέρι - βράδυ 50 με 100 άτομα ξένα προς την οικογένεια. 
 
Όμως και ο θεσμός του Μπέη της Μάνης ήταν ουσιαστικά κάτι που αφορούσε περισσότερο την Έξω, αλλά και την Κάτω Μάνη, σε σύγκριση με τη Μέσα Μάνη. Ο θεσμός του Μπέη επιβλήθηκε στους Μανιάτες από τους Τούρκους μετά τα Ορλωφικά, στα πρότυπα των παραδουνάβιων ηγεμονιών, εκμεταλλευόμενοι τις προσωπικές φιλοδοξίες και τα οικονομικά συμφέροντα ορισμένων μεγαλοκαπετάνιων. Απώτερος σκοπός ήταν η διαίρεση των Μανιατών και φυσικά ο έλεγχός τους, κάτι που ουσιαστικά ποτέ οι Τούρκοι δεν είχαν καταφέρει. Με την αποτυχία της επανάστασης και χωρίς πια καμία στήριξη -η «Γαληνοτάτη Αυτοκρατορία» βρίσκεται στο τέλος της- οι Μανιάτες αναγκάζονται να δεχθούν το θεσμό, ως μόνη πιθανώς λύση τη συγκεκριμένη στιγμή, για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας τους. Άλλωστε, ήταν η στιγμή που η Υψηλή Πύλη δούλευε καλά το «διαίρει και βασίλευε» προσεταιριζόμενη ξεχωριστά τις τοπικές ισχυρές οικογένειες. Ο Ελ. Αλεξάκης, όμως, ξεκαθαρίζει ότι ο θεσμός αυτός πρέπει να θεωρηθεί  ξένος προς τη ψυχολογία και την αγάπη των Μανιατών προς την ελευθερία. Πάντως η αλήθεια είναι ότι η Μάνη ποτέ δεν τέθηκε υπό έλεγχο. Το αξίωμα του Μπέη ανέλαβαν κατά σειρά οι εξής: 
1. Τζανέτος Κουτήφαρης 1776-1779
2. Μιχαήλ Τρουπάκης 1779-1782
3. Τζανέτος Καπετανάκης Γρηγοράκης 1782-1798
4. Παναγιώτης Κουμουνδούρος 1798-1803
5. Αντώνης Γρηγοράκης 1803-1808
6. Κωνσταντής Ζερβάκος 1808-1810
7. Θεόδωρος Τζανετάκης 1810-1815
8. Πέτρος Μαυρομιχάλης 1815-1821
 
Ας σημειωθεί όμως ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για τις χρονολογίες ηγεμονίας κάθε μπέη.
Μία από τις καπετανίες της Έξω Μάνης, όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν και εκείνη της Ανδρούβιστας. Η ιστορία της Ανδρούβιστας και της Καρδαμύλης, τουλάχιστον από το τέλος του 17ου αιώνα, σημαδεύεται από την εμφάνιση και την πορεία ενός γένους. Εκείνο των Παλαιολόγων - Τρουπάκηδων.
Πρόκειται για μία μεγάλη και ιδιαίτερα ισχυρή οικογένεια, η οποία φαίνεται ότι διατήρησε τον έλεγχο της περιοχής για περίπου 200 χρόνια. Ιδρυτής της οικογένειας και ημι-μυθικός γενάρχης, στοιχείο απαραίτητο για ένα τυπικό μανιάτικο γένος, είναι ο Μιχαήλ Παλαιόλογος ο οποίος φαίνεται να εμφανίζεται στην περιοχή περίπου το 1670 - 1690. Ο θρύλος θέλει να έλκει την καταγωγή του από τους Παλαιολόγους του Μυστρά. Ανεξάρτητα όμως από το πόσο αληθινό είναι το παραπάνω, συχνά τα μεγάλα μανιάτικα γένη προκειμένου να ενισχύσουν την εξουσία τους υποστήριζαν ότι κατάγονταν από βυζαντινές αυτοκρατορικές οικογένειες, κάτι όχι παντα αναληθές. Το επώνυμο, όμως Τρουπάκης με το οποίο είναι επίσης γνωστό το γένος, το συναντάμε σε πωλητήριο έγγραφο ήδη από το 1620, αλλά και το 1681. Σύμφωνα με τον Γ. Α. Μαραβελέα, το επίθετο Τρουπάκηδες ή Τρουπιάνοι το οφείλει η οικογένεια στο γεγονός ότι αναγκάσθηκε για χρόνια να κατοικήσει σε τρύπες και σπηλιές του Ταϋγέτου πριν την κάθοδό της στην περιοχή της Ανδρούβιστας.
 
Άρα, η οικογένεια εμφανίζεται περίπου στις αρχές του 17ου αιώνα, κάτι βέβαια που δεν σημαίνει αυτόματα και εγκατάσταση στο κάστρο της Καρδαμύλης. Άλλωστε ο 17ος αιώνας είναι η εποχή που οι μανιάτες κατεβαίνουν και πάλι στα παράλια από τα άντρα τους στις πλαγιές του Ταϋγέτου στα βόρεια και του Σαγγιά νοτιότερα.
 
Πάντως αρχές του 17ου αιώνα, από την επιστολή που έστειλαν οι μανιάτες στον Δούκα του Νεβέρ, φαίνεται ότι στην περιοχή κυριαρχεί ο Γεώργιος Σκούμπλος. Η εγκατάσταση των Τρουπιάνων στο κάστρο τοποθετείται στα τέλη του 17ου αιώνα, αρχές του 18ου αιώνα. 
Η μοναδική γραπτή αναφορά που διαθέτουμε για τον ημι-μυθικό αυτόν γενάρχη είναι η αναφορά του ονόματός του σε κρήνη που βρίσκεται έξω από τον ανατολικό περίβολο του κάστρου, όπου μαζί του αναφέρεται ο γιός του Παναγιώτης ως κτήτορας και ο γιός του τελευταίου, Πέτρος. Έτσι τον Μιχαήλ Παλαιολόγο διαδέχθηκε ο υιός του Παναγιώτης Παλαιολόγος ή Τρουπάκης, ο οποίος είχε τέσσερις γιούς. Τον Πέτρο, τον Μιχαήλ, τον Θεόδωρο ή Μπουκουβάλα και τον Γιάννη ή Μπαχλέμπα. Ο Παναγιώτης είχε δύο ακόμα αδελφούς τον Τζανέτο και τον Δημητράκη. Σύμφωνα με προφορική παράδοση της οικογένειας -καταγραφή Α. Γούδας- η καπετανία περνά στην οικογένεια όταν ο Παναγιώτης Μιχ. Παλαιολόγος-Τρουπάκης νικά σε πολεμική σύγκρουση τον καπετάν Ξανθό, σύγκρουση που προήλθε για την καταβολή φόρου λαδιού. Όμως, μας είναι άγνωστο αν πρώτος καπετάνιος υπήρξε ο Παναγιώτης ή ο πατέρας του Μιχαήλ.
 
Πάντως το αξίωμα κληρονόμησε ο πρωτότοκος Πέτρος και αργότερα πέρασε στον αδελφό του Μιχαήλ, ο οποίος χρημάτισε και 2ος Μπέης της Μάνης την περίοδο 1779 - 1782. Ο Μιχάλμπεης δολοφονήκε από τους Τούρκους και καπετάνιος ανακηρύχθηκε ο αδελφός του Γιάννης ή Μπαχλέμπας. Από εκείνον κληρονόμησε την καπετανία το 1798 ο γιός του Μιχάλμπεη, Παναγιώτης Τρουπάκης, περισσότερο γνωστός ως Μούρτζινος. Μετά τον θάνατο του Μιχάλμπεη, οι Τούρκοι καταλαμβάνουν το κάστρο και προξενούν καταστροφές, ενώ δολοφονούν τους άλλους δύο γιούς του, Πέτρο και Βενετσάνο που κρατούνταν ως όμηροι στην Κωνσταντινούπολη, λόγω του αξιωμάτος του πατέρα τους. Τότε ο νεαρός ακόμα Παναγιώτης διαφεύγει στην Κορώνη, όπου συλλαμβάνεται αλλά δραπετεύει. Λίγα χρόνια αφού έχει επιστρέψει, το 1806 αναγκάζεται να ξαναφύγει, αυτή τη φορά στη Ζάκυνθο μαζί με άλλους μανιάτες καπετάνιους, για να ξαναγυρίσει το 1808 με την αμνηστεία που δόθηκε από τους Τούρκους, αναλαμβάνοντας και πάλι την καπετανία, η οποία είχε περάσει στα χέρια του εξάδελφού του, Αντώνη, ο οποίος έχει αποκηρύξει τους φυγάδες. Το 1803 ο Μούρτζινος βοήθησε τον Κολοκοτρώνη να διαφύγει από τον πύργο του Μπέη της Μάνης, Κουμουντουράκη κατά τη διάρκεια πολιορκίας του πύργου από τους Τούρκους. Μάλιστα οι Τρουπιάνοι θα βοηθήσουν και πάλι τον Κολοκοτρώνη τον Ιανουάριο του 1821 πριν την έναρξη της επανάστασης, προσφέροντάς του καταφύγιο στο κάστρο τους, όταν διωκόταν από τους Τούρκους. Ο Παναγιώτης Μούρτζινος πήρε μέρος στα πρώτα γεγονότα της επανάστασης και πέθανε το 1822. Ήταν παρών στην πολιορκία της Καλαμάτας, καθώς και στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρία το 1818. 
 
Τον διαδέχθηκε ο γιός του Διονύσης, μία πραγματικά εξέχουσα προσωπικότητα, ο οποίος έλαβε μέρος στις περισσότερες πολεμικές επιχειρήσεις της επανάστασης, ενώ χρημάτισε υπουργός πολέμου και αρχηγός μεγάλου στρατοπέδου στη Μεσσηνία. Επί Καποδίστρια υπήρξε μέλος του πολεμικού συμβουλίου και γερουσιαστής. Το τέλος του Αγώνα θα βρεί την οικογένεια σε κακή οικονομική κατάσταση. Χαρακτηριστικό της προσφοράς της είναι ότι η περιβόητη Βέργα του Αλμυρού, όπου αποκρούστηκε ο Ιμπραήμ από τους Μανιάτες στην πρώτη του προσπάθεια να κατακτήσει τη Μάνη, χτίστηκε σχεδόν με έξοδα της οικογένειας, ενώ με δικά της έξοδα διατηρούσε στρατιωτικό σώμα 300 ανδρών. Ο Διονύσιος Μούρτζινος πέθανε τον Φεβρουάριο του 1830. Ο θάνατός του αποτέλεσε καταλύτη των εξελίξεων στο νεοσύστατο κράτος, αφού ο εκλιπών ήταν μία ηγετική φυσιογνωμία και ένας πραγματικός Άρχοντας στον τόπο του που με το τεράστιο κύρος του κατόρθωνε να κατευνάζει τις στασιαστικές ενέργειες των Μανιατών έναντι της κεντρικής εξουσίας. Εκτιμούσε τον Ιωάννη Καποδίστρια και τις προσπάθειές του για την οργάνωση του κράτους, μένοντας πιστός και αφοσιωμένος σε αυτόν ως το τέλος. Ο θάνατός του θεωρείται ότι υπήρξε τεράστιο πλήγμα για τον Κυβερνήτη και για τις σχέσεις του με τους Μανιάτες. Το τέλος του Διονυσίου σηματοδοτεί και την παρακμή της οικογένειας. Ο γιός του Γιώργης δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τα τεράστια χρέη που είχαν συσωρευθεί από τον Αγώνα. Πέθανε το 1848, αφήνοντας μία κόρη την Κατερινιώ, η οποία ήταν το τελευταίο μέλος της γενιάς των Μούρτζινων.
 
Αξίζει δε να αναφερθεί ότι μέλος της οικογένειας ήταν ο νονός της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, πιθανότατα ο Παναγιώτης Τρουπάκης - Παλαιολόγος, ενώ κατά μία άλλη εκδοχή ο Παναγιώτης Μούρτζινος σε μικρή ηλικία.
Η πρώτη οικοδομική φάση του συγκροτήματος της Παλαιάς Καρδαμύλης, έδρα της οικογένειας, θεωρείται ότι ανάγεται στα τέλη του 17ου αιώνα. Μάλιστα πρέπει να προϋπήρξε στον ίδιο χώρο κάποια παλαιότερη οικιστική ή αμυντική κατασκευή, όπως μαρτυρούν τα ίχνη μεγαλιθικής κατασκευής στη βάση των λιθοδομών.
 
Το κάστρο είναι χωρισμένο σε γειτονιές που ανήκουν στους επιμέρους κλάδους των τεσσάρων γιών του Παναγιώτη Τρουπάκη, γιού του Μιχαήλ Παλαιολόγου, οι οποίοι αποτέλεσαν την υπογενιά των Παναγιωτέων. Ο κλάδος του Πέτρου στο νοτιοανατολικό τμήμα, στο νοτιοδυτικό εκείνοι του Θεόδωρου ή Μπουκουβάλα και του Γιάννη ή Μπαχλέμπα και στο βορειοανατολικό τμήμα ο κλάδος του Μιχαήλ, όπου και το οχυρό συγκρότημα των Μούρτζινων. Το κάστρο στέκεται σε μία φυσικά οχυρή θέση, σε ένα υπερυψωμένο πλάτωμα 11,5 στρ., στη συνάντηση δύο χειμάρων, σε απόσταση περίπου διακοσίων μέτρων από τη ακτή, όπου σχηματίζεται στοιχειώδες λιμάνι. Τόσο το λιμάνι όσο και το έμπροσθεν σε αυτό νησάκι οχυρώθηκαν για την ασφάλεια των αγκυροβολίων.
 
Το οχυρό συγκρότημα των Μούρτζινων, το οποίο είναι και το σημαντικότερο τμήμα του κάστρου, αποτελείται από τρείς διαδοχικούς οχυρωματικούς περιβόλους, ενώ έχει δική του ξεχωριστή πύλη στην ανατολική πλευρά. Εκείνο που ξεχωρίζει είναι βέβαια ο πολεμικός πύργος, ο οποίος έχει και τη θέση του ακρόπυργου (donjon) του συγκροτήματος. Χτίστηκε το 1808, σύμφωνα με τη χρονολογία που έχει σκαλιστεί ανάμεσα στα φτερά ανάγλυφου αγγέλου άνωθεν της εξώθυρας, πάνω στα υπολείμματα παλαιότερου πύργου, ο οποίος είχε γκρεμιστεί από τους Τούρκους, όταν ο Μουρτζινος κατέφυγε στη Ζάκυνθο το 1806. Εμφανίζει σχεδόν τετράγωνη κάτοψη και υψωνεται στην άκρη του δεύτερου εσωτερικού περιβόλου, αλλά η πρόσβαση επιτρέπεται μόνο μέσω του τρίτου. Καταλαμβάνει το ψηλότερο σημείο του βράχου, επιτρέποντας έτσι τον οπτικό έλεγχο ολόκληρης της περιοχής. Το σκαρπωτό (κεκλιμένο) τμήμα της βάσης του θεωρείται ότι αποτελεί υπόλειμμα του παλαιότερου πύργου, περικλείοντας τυφλό καμαροσκέπαστο χώρο τη «γούβα», η οποία επικοινωνεί με «καταρράκτη» (καταπακτή) με τον πρώτο όροφο. Στο τελείωμα της σκάρπας εμφανίζεται εξέχον κορδόνι (cordone) που ορίζει την αρχή του κατακόρυφου τμήματος του πύργου. Σε αυτό το ύψος των τριών περίπου μέτρων, εμφανίζεται η εξώθυρα, στην οποία την πρόσβαση επιτρέπει λίθινη καμάρα, η οποία πιστεύεται ότι αντικατέστησε παλαιότερη αιρετή γέφυρα. Από την ανατολική πλευρά που βλέπει έξω από το κάστρο, ο πύργος φέρει ορθογωνικής διατομής εξοχή, σε δειλή προβολή, που έχει τη θέση κλουβιού (= εξέχουσα κατασκευή με πολεμίστρες). Στις τέσσερις γωνίες του κορφαριού του (= η στέψη των μανιάτικων πολεμόπυργων) έφερε ισάριθμα πολεμικά κλουβιά -ακόμα διακρίνονται τα ίχνη των βάσεών τους- κατασκευή που μεταγενέστερα «κουρεύτηκε» και αντικαταστάθηκε από δίριχτη στέγη, κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας. 
 
Βόρεια του πύργου υψώνεται η πυργοκατοικία του καπετάνιου γνωστή ως «οντάς». Πρόκειται για ένα τριώροφο πυργοειδές κτίσμα που η ανατολική πλευρά του συμπίπτει με το τείχος του κάστρου. Στη βορειοανατολική γωνία του εμφανίζει ημικυλινδρικό κλουβί, το οποίο λόγω θέσης, είχε τη δυνατότητα επόπτευσης της παρακείμενης πύλης του κάστρου. Η μεγαλιθική κατασκευή που διακρίνεται στα κατώτερα της τοιχοποιίας του κτίσματος δείχνει ότι στην ίδια θέση είχε προηγηθεί άλλη οικοδομή. Το ισόγειο περικλείει δύο καμαροσκέπαστους βοηθητικούς χώρους, ένας εκ των οποίων μάλλον ήταν στέρνα. Στα ανώτερα επίπεδα στεγάζονταν οι χώροι κατοικίας και υποδοχής των ξένων. Η πρόσβαση στην επίσης υπερυψωμένη εξώθυρα του οχυρού αυτού κτίσματος επιτρεπόταν και πάλι μόνο μέσω των εσωτερικών περιβόλων, όπου θα συναντήσουμε επίσης μία στέρνα και το μαγερειό.
 
Ακόμα πιο βόρεια και αφού μεσολαβήσει ανοιχτή πλατεία -ουσιαστικά ο πρώτος περίβολος που συναντά ο νεοεισερχόμενος στο κάστρο- υψώνεται ο οικογενειακός ναός του Αγίου Σπυρίδωνα. Ο ναός θεωρείται κτίσμα του πρώτου μισού του 18ου αιώνα. Η ανατολική και η βόρεια όψη του συμπίπτουν με το τείχος του εξωτερικού οχυρωματικού περιβόλου. Ανήκει στον τύπο της μονόχωρης τρουλλαίας βασιλικής. Εμφανίζει ιδιαίτερα ψηλό πυργοειδές καμαπαναριό, το οποίο φέρει πλούσιο διάκοσμο από λιθανάγλυφα, όπως οι ανάγλυφοι δίσκοι στην πυραμιδοειδή του απόληξη, μοτίβα τα οποία ο καθηγητής Δημήτρης Φιλιππίδης θεωρεί ότι κατάγονται από τη βυζαντινή παράδοση, από την οποία μεταφέρθηκαν είτε αυτούσια είτε μεταβλήθηκαν σε δεύτερη φάση .
Το συγκρότημα συμπληρώνεται από δύο ακόμα κτίσματα, το σιδηρουργείο, εφαπτόμενο στη βόρεια όψη του οντά και ένα ακόμα μακρόστενο κτήριο με ελαιοτριβείο στο ισόγειο και χώρους κατοικίας στον όροφο.
 
Τελειώνοντας την περιγραφή του Μουρτζινέικου συγκροτήματος αξίζει να παραθέσουμε τα λόγια του περιηγητή Otto Magnus von Stackelberg: «Αυτό το κάστρο μοιάζει πολύ με τα φεουδαρχικά κάστρα του μεσαίωνα, τόσο λόγω των ελικοειδών διαδρόμων του, των πυργίσκων και των τειχών με τις επάλξεις, όσο και των φυλακών του και των ανυψούμενων γεφυρών».
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και το υπόλοιπο κάστρο της Παλαιάς Καρδαμύλης, στις γειτονιές των άλλων κλάδων του γένους, με μεγάλα ενδιαφέροντα κτίσματα αλλά και πυργόσπιτα, τόσο προεπαναστατικά όσο και μετεπαναστατικά. Ειδικά στο τμήμα των Πετρέων σώζονται δύο προεπαναστατικές πυργοκατοικίες με θολοσκέπαστα κατώγια και πολεμίστρες στους ορόφους. Μάλιστα από χαλκογραφίες των αρχών του 19ου αιώνα γνωρίζουμε ότι στην εν λόγω γειτονιά υπήρχε ψηλός πολεμόπυργος με γωνιακό κλουβί που δυστυχώς δεν σώζεται σήμερα.
 
Το ενδιαφέρον όμως του επισκέπτη διατηρείται και στην Κάτω Καρδαμύλη, εκτός των τειχών του κάστρου, όπου υψώνονται τα πυργόσπιτα των Πατριαρχέων, των Δημητρέων, των Θοδωρέων και των Τρουπάκηδων. Ακόμα στον κεντρικό δρόμο σώζονται αρκετά μεταγενέστερα κτίσματα με νεοκλασικά στοιχεία και επιδράσεις.
 
Στο λιμάνι κατά την προεπαναστατική περίοδο υπήρχε μόνο ένα οχυρό κτίσμα που σώζεται ως σήμερα, γνωστό ως το «τελωνείο των Μούρτζινων. Στο διπλανό βράχο σώζεται η βάρδια των Δημητρέων, ενώ μία ακόμα βάρδια, εκείνη των Πετρέων σώζεται πάνω από το κάστρο. Τα κτίσματα αυτά, μαζί ένα ακόμα που σώζεται στα Δημαρίστικα στη Νότια Μάνη είναι μάλλον τα μοναδικά που έχουν σωθεί από αυτόν το τύπο. Πιθανότατα πολλά από αυτά εξελίχθηκαν σε ξεμόνια (= μοναχικές, μικρές οικογενειακές εγκαταστάσεις) και στη συνέχεια σε οικισμούς. Πρόκειται για μοναχικούς οχυρωμένους πύργους, χτισμένους σε στρατηγικά σημεία.
 
Οι Παλαιολόγοι της Καρδαμύλης, όμως, δεν ήταν η μόνη άξια λόγου οικογένεια. Σημαντικοί θεωρούνται και οι Κιτρινιάρηδες. Αν και όπως αναφέρθηκε πιο πάνω δεν έχει ξεκαθαρισθεί αν η καπετανία τους ήταν αυτόνομη ή ανήκε σε έκεινη της Σκαρδαμούλας, ήταν μία οικογένεια με κύρος, εξουσία και δύναμη. Μάλιστα, η περιοχή ευθύνης του καθενός πιθανώς να ήταν και ο λόγος που ο καπετάν Κιτρινιάρης συγκρούστηκε το 1805 με τον Παναγιώτη Μούρτζινο, σύγκρουση η οποία κατέληξε στην αιχμαλωσία του πρώτου. Βέβαια, άλλοι ερευνητές θεωρούν ως αιτία της σύγκρουσης την πιθανή ανάμιξη του Μούρτζινου στη δολοφονία του περιβόητου Κλέφτη του Μωριά, Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Μάλιστα, ο καπετάν Θοδωράκης Κιτρινιάρης λόγω του αξιώματός του δεν κρατήθηκε στη «γούβα» του πύργου, αλλά στον οντά του Μούρτζινου. Μία ακόμα πληροφορία για πολεμική εμπλοκή των Κιτρινιάρηδων μας παραδίδει ο Κολοκοτρώνης και αφορά τη βοήθεια που έδωσε ο Γέρος το 1802 στον Κωνσταντή Ντουράκη, καπετάνιο της κοντινής Καστάνιας, στη πολιορκία του Νικόλαου Κιτρινιάρη στην Ανδρούβιστα, προφανώς στον πύργο της οικογένειας.
 
Ο πύργος αυτός στέκεται κοντά στη Σαϊδόνα, πάνω στο δρόμο που έρχεται από το Ξωχώρι. Η σωστότερη φράση βέβαια θα ήταν «στέκεται ακόμα», αφού βρίσκεται σε ιδιαίτερα κακή κατάσταση. Πρόκειται για ένα μικροσκοπικό συγκρότημα, χτισμένο πάνω σε μία συγκέντρωση τεράστιων βράχων που πιαθνώς να δημιουργήθηκε από παλαιότερες κατολισθήσεις. Η θέση αυτή γνωστή και ως ο «βράχος της Κουδούνας» αποτελεί ένα πραγματικά οχυρό και στρατηγικό σημείο, από όπου ο κτήτορας είχε απεριόριστη θέα προς τον Μεσσηνιακό κόλπο και τις χαμηλότερες εκτάσεις της Ανδρούβιστας. Το συγκρότημα απότελείται από κτήρια κατοικίας, έναν περίβολο στα νότια του πύργου, τόσο μικρό που μοιάζει με εξώστη, σχεδόν ατείχιστο, αλλά προφυλαγμένο από τους βράχους, πιθανώς άλλον έναν παρόμοιων διαστάσεων έμπροσθεν της κύριας εξώθυρας του πύργου και τέλος τον ίδιο τον πύργο. Η πύλη του συγκροτήματος βρίσκεται στη βόρεια όψη και προσεγγίζεται μέσα από τους κακοτράχαλους βράχους, οι οποίοι φαίνεται ότι πρόσφεραν μία πρώτη γραμμή άμυνας. Τα κτίσματα κατοικίας βρίσκονται σε ερειπιώδη κατάσταση και λίγα μπορεί κανείς να διακρίνει. Ο πύργος, όμως, σε κακή κατάσταση και αυτός, διατηρεί ακόμα αρκετό από το ύψος του, αφού ήταν και το πιο γεροχτισμένο από τα κτίσματα. Πρόκειται για τετραγωνικής κάτοψης κτήριο, μικρού εσωτερικού εμβαδού που ακολουθεί την τυπολογία των οχυρών μανιάτικων πολεμόπυργων. Στέκεται στην άκρη του κτηριακού συνόλου και έχει τη θέση του ακροπύργου (donjon).  Η εξώθυρα και τα ανοίγματα του πύργου είναι τοξωτά. Μία ιδιομορφία που εμφανίζεται είναι ότι το ανώφλι αυτών δεν είναι καμωμένο από καμαρολίθια, όπως συνηθίζεται στη Μάνη, αλλά από θολίτες. Στη νότια όψη του πύργου εξέχει σε μέσο ύψος ημικυκλικής διατομής κλουβί με πολεμίστρες, το οποίο εσωτερικά παρουσιάζει τη μορφή κόγχης. Ο αρχιτέκτων Γ. Σαϊτας χρονολογεί την κτίση του πύργου στα 1786.
 
Πολύ κοντά στον πύργο του Κιτρινιάρη θα συναντήσουμε τη μονή Βαϊδενίτσας ή Βοδονίτσας. Αξίζει να αναφεθεί ότι το 1822, οκτώ μοναστήρια βρίσκονταν σε λειτουργία στην περιοχή της επισκοπής Ανδρούβιστας. Η μονή, χτισμένη στο φαράγγι του Φονέα πάνω από το ρέμα Βαθύ Λαγκάδι, θεωρείται σύμφωνα με μία άποψη ιδιοκτησία της οικογένειας των Μούρτζινων. Το μοναστηριακό συγκρότημα αποτελείται από έναν οχυρό περίβολο και το καθολικό, το οποίο βρίσκεται εκτός αυτού, σε ένα χαμηλότερο πλάτωμα διαμορφωμένο στον τύπο του άνδηρου. Πρόκειται για σταυροειδή δικιόνιο ναό με οκταγωνικό τρούλλο, χρονολογημένο στο 18ο αιώνα, αφιερωμένο στο Γενέσιον της Θεοτόκου. Στο εσωτερικό φέρει ενδιαφέρουσας τεχνοτροπίας ξυλόγλυπτο τέμπλο, χαρακτηριστικό της σχολής που αναπτύχθηκε στο δυτικό Ταΰγετο από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Το τέμπλο εκτός από εικόνες, φέρει γλυπτό διάκοσμο, σταυρό επίστεψης, δύο εικονίδια αριστερά και δεξιά αυτού, τα λυπηρά, δύο ολόγλυφους αγγέλους, δύο δράκοντες κάτω από σταυρό, καθώς και φυτόμορφες γλυπτές παραστάσεις. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι φτερωτοί δράκοντες που εμφανίζονται στα τέμπλα του δυτικού Ταυγέτου αντικατέστησαν ζεύγος ιχθύων και συμβολίζουν το κακό που ηττήθηκε με τη σταυρική θυσία του Ιησού. Στον άνωθεν περίβολο δεσπόζει ο πύργος της μονής. Υψώνεται στη νοτιοδυτική γωνία δίπλα στην τοξωτή πύλη του περιβόλου, τον οποίο από τη δυτική, βόρεια και ανατολική πλευρά τον σχηματίζουν κτίσματα, σε σχήμα Π. Μόνο το εφαπτόμενο στον πύργο σώζεται σε καλή κατάσταση, το οποίο εμφανίζεται οχυρής μορφής με μικρά ανοίγματα και πολεμίστρες. Ο πύργος, ο οποίος διακρίνεται για την προσεγμένη κατασκευή του, είναι δίπατος, με το άνω επίπεδο καμαροσκέπαστο, ενώ στη στέψη του φέρει κορφάρι (οχυρό στηθαίο). Εκτός του περιβόλου σώζεται αυλάκι και υδατόπυργος, καθώς και άλλα ερειπωμένα κτίσματα, προφανώς υδρόμυλοι. 
 
Δίπλα στη μονή Βαϊδενίτσας και συγκεκριμένα στην απέναντι ρεματιά, βρίσκεται η μονή Σαμουήλ. Προσεγγίζεται μέσω ανηφορικού μονοπατιού που φθάνει ως τη στενή πύλη της μονής. Το πρώτο που αντικρύζει ο επισκέπτης είναι ο ψηλός πύργος που υψώνεται δίπλα στην πύλη. Είναι ένας πολεμόπυργος, τριών στάθμεων, με δίριχτη στέγη από πλάκες και κορφάρι. Η εξώθυρά του είναι τοξωτή και ιδιαίτερα χαμηλή. Πρόσβαση σε αυτήν υπήρχε μόνο μέσω του εφαπτόμενου κτηρίου, από το οποίο όμως σήμερα διακρίνονται μόνο τα κατώτατα της τοιχοποιίας του. Στην ίδια κατάσταση βρίσκονται και τα υπόλοιπα κτήρια του τετράπλευρου περιβόλου, εκτός του καθολικού. Το καθολικό στέκεται κοντά στη βόρεια πλευρά του περιβόλου, όπου και ο πύργος. Είναι σταυροειδής ναός με τρούλλο, κατάγραφος από αγιογραφίες εσωτερικά, δυστυχώς όμως σε κακή κατάσταση και αυτές. Αν δεν συντηρηθούν σε λίγο δεν θα διακρίνεται τίποτα. Στο ύψος του ελκυστήρα που εισχωρεί στο νότιο τοίχο του ιερού υπάρχει επιγραφή όπου και η χρονολογία 1633 που αναφέρεται είτε στην κτίση είτε στην ιστόριση του ναού από τον ιερομόναχο Σαμουήλ και τη συνοδεία του. Η μονή είχε και δεύτερη πύλη, στη δυτική πλευρά του περιβόλου.
 
Πιο κάτω από το χωριό Κάλυβες και μέσα στο φαράγγι του Βηρού βρίσκεται η μονή Λυκάκη, ερειπωμένη και αυτή. Το καθολικό, αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, είναι μικρός εγγεγραμμένος, σταυροειδής, τετρακιόνιος ναός με οκταγωνικό τρούλλο, κατάγραφος εσωτερικά. Η μονή προϋπήρχε του 1720 σύμφωνα με αναφορά αυτής σε διαθήκη. Στον περιβάλλοντα χώρο διακρίνονται δύο ακόμα κτίσματα. Στον όροφο του ενός υπάρχουν κτιστές δεξαμενές που προφανώς εξυπηρετούσαν το γειτονικό λιοτρίβι, ερειπωμένο και αυτό. Στο νοτιοδυτικό άκρο του συγκροτήματος σώζεται η βάση του πύργου της μονής, καθώς και το άδειο κέλυφος μίας διώροφης οικοδομής.
 
Ένα ακόμα μοναστήρι στο φαράγγι του Βηρού είναι εκείνο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα. Είναι χτισμένο σε έδαφος με έντονη κλίση και παρουσιάζει μακρόστενη ανάπτυξη. Αναφέρεται σε έγγραφο του 1681, ενώ υπέστη ανακαίνιση το 1807 σύμφωνα με χρονολογία χαραγμένη στη δυτική όψη του καθολικού. Το καθολικό είναι μία μονόκλιτη βασιλική με οκτάπλευρο τρούλλο. Έμπροσθεν του ναού έχουμε ευρύχωρη πλατεία που περιβάλλεται από κτιστά πεζούλια. Προς βορά έχουμε βραχώδη ορθοπλαγιά, στη βάση της οποίας ανοίγονται σπηλιές που εντάσσονται στο χώρο της πλατείας. Στη νοτιοδυτική πλευρά της πλατείας έχουμε δύο κτίσματα που διατάσσονται σε σχήμα Γ, τα οποία φέρουν τις χρονολογίες 1900 το ένα και 1864 το άλλο. Ακόμα, έχει εντοπιστεί μελισσουργείο και λιοτρίβι. Μάλιστα το μοναστήρι δεν είναι τειχισμένο από όλες τις πλευρές, προφανώς λόγω του δυσπρόσιτου σημείου που βρισκόταν.
 
Απέναντι από τον οικισμό Πετροβούνι θα συναντήσουμε τη μονή Καράβελη, η οποία καταλαμβάνει στρατηγικής σημασίας ύψωμα, δεσπόζοντας έτσι ολόκληρου του κάμπου της Καρδαμύλης. Πρόκειται για ένα κτηριακό σύνολο με σημαντικά αμυντικά χαρακτηριστικά, όπως ο οχυρός περίβολος και το εξέχον κλουβί με τις δύο πολεμίστρες, όπου η μία σκόπευε την είσοδο της μονής και του καθολικού και η άλλη το μονοπάτι. Το κτίσμα που φέρει το πολεμικό κλουβί είναι γνωστό ως «οντάς» και ταυτίζεται με το ηγουμενείο. Βέβαια, πιθανότατα να του δόθηκε η ονομασία αυτή λόγω της ομοιότητας, έστω και σε διαφορετική κλίμακα, με τον οντά του Μούρτζινου στο κάστρο της Παλαιάς Καρδαμύλης. Το καθολικό όπως και στη μονή Βαϊδενίτσας βρίσκεται εκτός του περιβόλου. Είναι μία μονόκλιτη, καμαροσκέπαστη βασιλική με τρούλλο, ο οποίος φέρεται από τέσερα τόξα, στηριζόμενα σε ισάριθμες παραστάδες, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Ακόμα, σώζονται τα υπολείμματα τετράπλευρου κτίσματος, το οποίο στη βάση και στις γωνίες έχει τα χαρακτηριστικά μεγαλιθικής κατασκευής και πιθανότατα αποτελούσε τον πύργο της μονής. Μάλιστα, επειδή ο ναός θεωρείται μεταγενέστερος και κτισμένος σε κατεδαφισμένο τμήμα του ανατολικού τείχους, χωρίς ίχνη από ναό εσωτερικά του περιβόλου, πιθανότατα να πρόκειται για κάποιο προϋπάρχον οχύρωμα που μετατράπηκε σε μοναστήρι.
 
Όχι πολύ μακριά είναι χτισμένη η μονή Φανερωμένης, η οποία αποτελεί μετόχι του Παναγίου Τάφου, ενώ βρισκόταν σε λειτουργία μέχρι το 1945. Το καθολικό, μονόκλιτη τρουλλαία βασιλική, ομοιάζει με εκείνο της μονής Καράβελη απέναντι. Είναι κατάγραφο εσωτερικά, ενώ διακρίνεται σε επιγραφή η χρονολογία 1771. Εξωτερικά στο νότιο πεσσό του καμπαναριού είναι χαραγμένη η χρονολογία 1770. Αριστερά και δεξιά του καθολικού υψώνονται υπό γωνία δύο διώροφα κτήρια που συνδέονται με ψηλό μαντρότοιχο. Ανάμεσα από το ναό και το κτίσμα έναντι της βορειοδυτικής γωνίας αυτού, έχουμε τη πύλη της μονής η οποία έκλεινε με αμπάρα. Η αμπάρα αυτή και μία πολεμίστρα στο ισόγειο του ενός από τα δύο κτήρια είναι τα μόνα στοιχεία αμυντικής που εμφανίζει το συγκρότημα. 
 
Όμως ιδιαίτερα σημαντικός θεωρείται και ο ναός της Αγίας Σοφίας, έξω από το χωριό Γούρνιτσα, χτισμένος σε σημείο με απεριόριστη θέα προς την ακτή. Πρόκειται για εγγεγραμμένο, σταυροειδή, δικιόνιο ναό, με τρούλλο που φέρει χαρακτηριστικό ψηλό δωδεκάπλευρο τύμπανο. Μάλιστα οι δύο κίονες, μαρμάρινοι και αράβδωτοι, είναι σε δεύτερη χρήση. Εσωτερικά διατηρούνται στη θέση τους όλοι οι ξύλινοι ελκυστήρες, οι οποίοι φέρουν ζωγραφικό διάκοσμο, ενώ σε εκείνον της βορεινής κεραίας σώζεται και τμήμα επιγραφής. Το αρχικό λιθόκτιστο τέμπλο έχει καλυφθεί από άλλο ξυλόγλυπτο. Στο δάπεδο διακρίνονται τμήματα βοτσαλωτού. Εσωτερικά και αυτός ο ναός είναι κατάγραφος, ενώ η επιγραφή πάνω από την είσοδο μας πληροφορεί ότι ο ναός κτίστηκε το 1630 και το 1700 αγιογραφήθηκε, αν και ο ναός αναφέρεται σε έγγραφο του 1622. Πάντως δεν υπάρχουν ίχνη που να επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες για ύπαρξη μεγάλου μοναστηριού στη θέση αυτή.
 
Η πόρτα του ναού έκλεισε. Χαμηλά ο ήλιος κάνει χρυσά τα νερά του Μεσσηνιακού κόλπου. Πίσω αγέρωχος ο Ταϋγετος, ακτινοβολεί και αυτός κάτω από τον λαμπερό μανιάτικο απογευματινό ήλιο. Ατελείωτη η περιήγηση στα μνημεία της Ανδρούβιστας, μα και ολόκληρης της Μάνης. Πάντα όμως θα φεύγουμε με μία μελαγχολία. Έρμαια των καιρών τα μνημεία των προγόνων μας και δυστυχώς όχι μόνο στη Μάνη. Ερειπώνονται και καταρρέουν. Το συγκρότημα των Μούρτζινων αφού αποκαταστάθηκε και λειτούργησε ως μουσείο υποδειγματικά, μετά εγκαταλείφθηκε. Τα μνημείο ήταν ενταγμένο στο «Δίκτυο Μουσείων Μάνης», στο οποίο επρόκειτο να ενταχθούν και άλλοι πύργοι όπως έκεινος του καπετάν Κωνσταντή Δουράκη στην Καστάνια. Ευτυχώς, ακόμα λειτουργεί το μουσείο στον πύργο του Πικουλάκη, στην Αρεόπολη. Τέτοια πρόγραμματα, όμως, φαίνεται ότι δεν χωρούν στην Ελλάδα των Μνημονίων. Όπως άλλωστε και ο πολιτισμός. Ευτυχώς, τουλάχιστον μπορεί κάποιος να θαυμάσει εξωτερικά όσες αποκαταστάσεις κτηρίων πραγματοποιήθηκαν.

 

periigites.gr/index.php?name=News&file=article&sid=302